- αφορμώμαι
- (Α ἀφορμῶ, -άω) [αφορμώμαι]1. αναχωρώ, ξεκινώ2. έχω ως αφετηρίααρχ.1. ξεκινώ2. αισθάνομαι αποστροφή για κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναχωρώ — ησα 1. απομακρύνομαι από κάποιον τόπο, φεύγω: Πότε αναχωρείς για την πατρίδα; 2. ξεκινώ, αφορμώμαι από κάποιο δοσμένο: Αναχωρεί από την αρχή ότι τίποτε δε γίνεται χωρίς αιτία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)